Κέρδισε την καταξίωση με το σπαθί της και πετάει το γάντι στο... Λονδίνο

Ν. Α. Κωνσταντοπουλος Οταν σε πολλές χώρες της Ευρώπης η ξιφασκία ανθούσε, και για ψυχαγωγικούς λόγους, αλλά κυρίως ως μέσο επιβίωσης στις μάχες ή στις μονομαχίες, η Ελλάς βρισκόταν υπό την τουρκική κατοχή. Η ξιφασκία μετεξελίχθηκε σε άθλημα και στη χώρα μας εμφανίστηκε μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αρχικά ως μάθημα στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Επί χρόνια ασχολήθηκε μόνο η λεγόμενη «αριστοκρατία». Αλλωστε ο πρώτος σύλλογος που ιδρύθηκε στην Ελλάδα ήταν ο Ομιλος Φιλόπλων, το 1888, από την Αθηναϊκή Λέσχη, η οποία παραμένει ένα κλειστό «κλαμπ». Μοιραία, επί χρόνια η ξιφασκία εθεωρείτο άθλημα για τους λίγους, την ελίτ και μόνο σχετικά πρόσφατα «άνοιξε» στο ευρύτερο κοινό. Ετσι τα επιτεύγματα της Βάσως Βουγιούκα είναι και πρωτόγνωρα για το άθλημα και προκαλούν έκπληξη στους ξένους. Βρίσκεται στην 4η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της σπάθης, πρόσφατα αναδείχθηκε 2η στο πρωτάθλημα Ευρώπης, ενώ κατέκτησε με το... σπαθί της την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, για τους οποίους ονειρεύεται θέση στο βάθρο.«Ολα κρίνονται σε μία μέρα, την 1η Αυγούστου. Μακάρι να δώσω όσα μπορώ και ό, τι ξέρω, χωρίς ν αγχωθώ. Πολλές κοπέλες μπορούμε να διεκδικήσουμε τα μετάλλια. Ολα θα εξαρτηθούν από την κατάσταση στην οποία θα βρεθούμε εκείνη την ημέρα», λέει.Σε όσους παρακολουθούν το άθλημα, είναι γνωστό πως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ενδέχεται να είναι ευκολότεροι από ένα τουρνουά του κυπέλλου κόσμου, στο οποίο μπορεί να πάρουν μέρος 100, 150 ενίοτε και περισσότεροι ξιφομάχοι. «Στους Ολυμπιακούς μετέχουν 32, οι αγώνες είναι νοκ άουτ και με τέσσερις νίκες παίρνεις μετάλλιο», υπογραμμίζει η Βουγιούκα.Η 26χρονη επί πτυχίω φοιτήτρια της οδοντιατρικής έχει δουλέψει πολύ σκληρά εδώ και χρόνια. Αρχισε την ξιφασκία το 1998, στα δώδεκά της, με το ξίφος ασκήσεως, στο οποίο αναδείχθηκε 3η στους Ευρωπαϊκούς νέων του 2004 και 1η μεσογειονίκης. Αλλαξε όπλο πριν από επτά χρόνια, όταν έφυγε ο Ρουμάνος προπονητής που είχε τότε. Ρουμάνος, ο Γκαμπριέλ Ντούτσια, είναι και ο τωρινός της προπονητής Και αν φύγει κι αυτός, όπως η Βάσω φοβάται πως μπορεί να συμβεί, ίσως αναγκαστεί να σταματήσει την ξιφασκία. Γιατί, όμως;«Η ξιφασκία είναι πολύ τεχνικό άθλημα. Είμαστε επτά χρόνια μαζί, έχουμε πολύ καλή συνεργασία, είναι δύσκολο να βρω άλλον να τον αναπληρώσει», εξηγεί.Φοβάται ότι, γενικότερα το επόμενο έτος θα είναι πολύ δύσκολο για τον ελληνικό αθλητισμό. «Αν δεν έχω καλές συνθήκες, όπως τώρα, θα είναι δύσκολο να συνεχίσω», λέει.Η ατομική επιτυχία της αποτελεί προϊόν ομαδικής δουλειάς.«Για να επιτύχεις, πέρα από το ταλέντο, πρέπει να έχεις καλούς προπονητές και συναθλητές, ομοσπονδία που να σε στηρίζει και να εργάζεσαι πολύ. Είναι πολύ σπουδαίο να έχεις συναγωνισμό στη χώρα σου. Υπάρχει η Μαρίνα Παΐζη, ενώ παίζω και με τ αγόρια, κάτι που με έχει βοηθήσει πολύ και γι αυτό τα ευχαριστώ. Ο, τι μαθαίνεις από τους προπονητές πρέπει να το εξασκήσεις και αυτό γίνεται με τους συναθλητές σου. Και πρέπει να το κάνεις με διαφορετικούς, διότι στους αγώνες αντιμετωπίζεις αντιπάλους που έχουν άλλον τρόπο παιχνιδιού ο ένας από τον άλλον».Οι Ελληνες ξιφομάχοι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση έναντι των καλών ξένων, λέει η Βουγιούκα. «Οι ξένοι είναι επαγγελματίες. Υπάρχει Ρωσίδα που παίρνει 5.000 δολάρια τον μήνα. Επιπλέον, δεν έχουμε παράδοση στο άθλημα», επισημαίνει.Η φυσική κατάσταση είναι σημαντικός παράγων στην ξιφασκία. «Χρειάζεται δύναμη, εκρηκτικότητα, τα πόδια πρέπει να είναι πολύ λυγισμένα. Κάνουμε τρέξιμο, ασκήσεις για εκρηκτικότητα, σε κάποιες περιόδους και βάρη. Με βοηθάει πολύ ο Χάρης Τσολάκης. Φέτος κάναμε κυρίως αερόβια προπόνηση. Αλλά εκτός από αυτά χρειάζεται και πρόβλεψη των κινήσεων του αντιπάλου», τονίζει.Η διαιτησία παίζει ρόλο, κυρίως στ αμφισβητούμενα χτυπήματα. Υπάρχει βίντεο, αλλά μπορείς να το χρησιμοποιήσεις μόνο δύο φορές στον αγώνα. Εχει αδικηθεί ή έχει αισθανθεί μειονεκτικά στον τρόπο με τον οποίον την αντιμετωπίζουν επειδή είναι Ελληνίδα;«Λίγες φορές έχω αδικηθεί, αλλά συνήθως, επειδή βρίσκομαι ψηλά στην κατάταξη, οι διαιτητές είναι σωστοί. Εχω αισθανθεί μερικές φορές μειονεκτικά, λόγω του τρόπου με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν εξαιτίας της κρίσης».