Ο κινεζικός φόβος της κ. Μέρκελ

Ο κινεζικός φόβος της κ. ΜέρκελReutersΤο Βερολίνο, και όχι οι Βρυξέλλες, θα αποφασίσει για το μέλλον των εξασθενημένων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Λόγω της οικονομικής υπεροχής και του κύρους της, η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής στην Ευρωπαϊκή Ενωση κι έτσι το δικαίωμα άσκησης βέτο τής προσδίδει τεράστια δύναμη. Το Βερολίνο, όμως, προβληματίζεται πολύ περισσότερο από τον κίνδυνο μιας σοβαρής επιβράδυνσης στην κινεζική οικονομία. Η Γερμανία είναι η υπ αριθμόν 3 οικονομία με τις περισσότερες εξαγωγές σε όλο τον κόσμο.
Κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας παίζει η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ. Ενα χρόνο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές, η κ. Μέρκελ παραμένει ακλόνητη, με τις δημοσκοπήσεις να τοποθετούν την κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων στην πρώτη θέση με ποσοστά που φθάνουν το 35% με 39%. Λίγοι πιστεύουν ότι το πολιτικό σκηνικό θα ανατραπεί δραματικά. Η κ. Μέρκελ ενέτεινε πέρυσι το κλίμα ανησυχίας στην Ευρωζώνη μπλοκάροντας προτάσεις για την από κοινού εγγύηση των κρατικών δανείων και των τραπεζικών καταθέσεων.
Ομως, οι ελπίδες στην αγορά επέστρεψαν όταν τελικά η ίδια αποδέχθηκε την εκ νέου ενεργοποίηση του προγράμματος κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, επιδεικνύοντας αλληλεγγύη υπό αυστηρούς όρους.
Η αυστηρότερη κριτική εις βάρος της πολιτικής της κ. Μέρκελ στην Ευρώπη ασκείται από την πλευρά των συντηρητικών ΜΜΕ και τη γερμανική κεντρική τράπεζα. Οπως υπογραμμίζει ο Μόριτζ Σάλερ, αρθρογράφος στην Der Tagesspiegel: «Πουλήσαμε μοντέλα Mercedes και ψυγεία Bosch στους Ελληνες, τα οποία αγόρασαν με χρήματα που δεν είχαν. Και σήμερα επαναλαμβάνουμε τα λάθη που κάναμε με την επανένωση της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας». Εν συνεχεία, ο κ. Σάλερ συμπληρώνει ότι «η Ανατολική Γερμανία δεν εξελίχθηκε χάρη στο δικό μας Σχέδιο Μάρσαλ. Οι άνθρωποι μετανάστευσαν στη Δύση, ψάχνοντας καλύτερη θέση εργασίας, ενώ στην Πολωνία, η οικονομία πέτυχε έπειτα από μια επίπονη 10ετία, όπου έκλειναν επιχειρήσεις και αυξανόταν η ανεργία όσο πραγματοποιούνταν μεταρρυθμίσεις.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κ. Μέρκελ δεν είναι πολιτικός, αλλά οικονομικός. Ο ρυθμός ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας επιβραδύνεται, με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) να προβλέπει ήπια ύφεση. Αλλά κανείς δεν προεξοφλεί μια δραματική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών εάν δεν «αρρωστήσει» η κινεζική οικονομία. Οι βιομήχανοι της Γερμανίας ανησυχούν, ωστόσο, για τις ανισορροπίες μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. «Μια νομισματική ένωση απαιτεί την ελάχιστη ομοιογένεια», παρατηρεί ένας Γερμανός βιομήχανος.
Εν κατακλείδι, όμως, τα προβλήματα στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι ελεγχόμενα καθώς επικρατεί πολιτική σταθερότητα, οικονομική ευημερία και ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο. Αλλά, το Βερολίνο δεν επαναπαύεται. «Είναι αναληθές ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Είμαστε μια χώρα που ο πληθυσμός των ηλικιωμένων αυξάνεται με τους ταχύτερους ρυθμούς. Από αυτήν την άποψη, η κατάσταση θα είναι δύσκολη μετά το 2020».