Στο Μαρόκο

Ο 15χρονος Μωχάμεντ πάλευε με τα πελώρια κύματα που πριν από λίγο είχαν κομματιάσει την αυτοσχέδια βάρκα του. Κάθε φορά που ένιωθε τη δύναμη του νερού να θέλει να τον καταπιεί σκεφτόταν το όνειρό του για μια καλύτερη ζωή και έπαιρνε κουράγιο να αντιμετωπίσει τη μανιασμένη θάλασσα. Είχε ξεκινήσει μαζί με δεκάδες ακόμη παιδιά από την Ταγγέρη μην ξέροντας τι ψάχνουν στην Ισπανία αλλά ελπίζοντας ότι θα ξεφύγουν από τη φτώχεια και την πείνα.«Κοτόπουλο ή φιλέτο»; ¨Ηταν η φωνή της αεροσυνοδού που μ’ έβγαλε από τις σκέψεις μου καθώς πετούσαμε πάνω από το λιμάνι της άλλοτε κοσμοπολίτικης Ταγγέρης, με κατεύθυνση την Καζαμπλάνκα.¨Ηταν πέρσι μέσα Απριλίου που ύστερα από ένα βαρύ χειμώνα κλεισούρας φύγαμε για Μαρόκο, αναζητώντας το πρόωρο καλοκαίρι σε μια χώρα που όλοι μου έλεγαν ότι θα με γοητεύσει. Προσγειωθήκαμε στην Καζαμπλάνκα που αποτελεί την εμπορική πρωτεύουσα του Μαρόκου, καθώς διαθέτει και το λιμάνι. Στη διαδρομή για το ξενοδοχείο ξεπρόβαλαν δεξιά κι αριστερά υπερσύγρονα πολυκαταστήματα και αφίσες που διαφήμιζαν είδη ένδυσης, ρολόγια, γυαλιά ηλίου και άλλα αξεσουάρ που τολμώ να πω ότι ακόμη δεν είχαν έρθει στην Ελλάδα. Μου εξήγησαν ότι αυτό συμβαίνει γιατί η μόδα έρχεται από τη Γαλλία. Εξάλλου –δυστυχώς γι’εμένα- όλοι μιλούν άπταιστα –και συνήθως μόνο- γαλλικά. Οι γηραιότεροι μάλιστα μιλούν καλύτερα γαλλικά απ’ ότι αραβικά.
Παρά την κούραση του πολύωρου ταξιδιού μετά από ένα γρήγορο ντους βγήκαμε να γνωρίσουμε τη θρυλική Καζαμπλάνκα. Πρόκειται για μία μοντέρνα πόλη με μεγάλες λεωφόρους και ωραία πάρκα, στην οποία μενουν 3 εκατομμύρια κάτοικοι. Η αύρα του Ατλαντικού δεν επιτρέπει στο θερμόμετρο να ανέβει πάνω από τους 30ο C. Κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου, της Κορνίς, έχουν χτίσει τεράστια ξενοδοχεία, δημόσιες πισίνες αλλά και πολυτελή εστιατόρια. Από μακριά ξεπροβάλλει το σήμα κατατεθέν της πόλης, το τζαμί του Χασάν του Β’ (το 3ο μεγαλύτερο του κόσμου) και δίπλα από αυτό το πανεπιστήμιο με τα κτήρια των βιβλιοθηκών. Όλο το συγκρότημα φαντάζει επιβλητικό και αγέρωχο καθώς σκάει σχεδόν πάνω του το κύμα του ωκεανού. Η χώρα βέβαια είναι μουσουλμανική αλλά οι γυναίκες στην Καζαμπλάνκα είναι ιδιαίτερα περιποιημένες και οι κελεμπίες τους είναι από φίνο μετάξι και πολύχρωμες.
Αργά το απόγευμα επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο κάποιοι από την παρέα κάναν στοπ για ένα περιποιημένο χαμάμ με μασάζ. Προσωπικά προτίμησα ένα χλιαρό μπάνιο στο ξενοδοχείο και έναν καφέ με θέα τον Ατλαντικό. Δυστυχώς το βράδυ δεν υπήρχε κουράγιο για νυχτερινή εξερεύνηση, αλλά ευτυχώς θα ξαναγυρίζαμε στην επιστροφή από την Καζαμπλάνκα.
Νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε για τη διοικητική πρωτεύουσα του Μαρόκου, τη Ραμπάτ, που είναι η γενέτειρα του τωρινού βασιλιά Μωχάμεντ του 6ου. Αν και οι αποστάσεις δεν είναι μεγάλες και οι δρόμοι είναι καινούριοι απαγορεύεται να τρέχεις πάνω από 80 χιλιόμετρα την ώρα και γι’ αυτό φροντίζουν τα ραντάρ και οι συχνότατοι έλεγχοι από την εκεί τροχαία. Στη Ραμπάτ, όπως και στις άλλες αυτοκρατορικές πόλεις, υπάρχει παλάτι του βασιλιά, ενώ η πόλη έχει πολλά και επιβλητικά διοικητικά μέγαρα. Έξω από το μαυσωλείο του Μωχάμεντ του 5ου υπάρχουν και στις δύο πύλες έφιπποι φρουροί. Από την αυλή βλέπεις τα παλαιά τειχη της πόλης. Η Ραμπάτ βρίσκεται στην ακτή του Ατλαντικού και διακρίνεται για τους ολάνθιστους κήπους και τις δενδροφυτεύσεις στις λεωφόρους. Η ιστορία της χάνεται 2000 χρόνια πριν, όταν την κατοίκησαν οι Φοίνικες και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι. Η σημερινή ηρεμία δεν μαρτυράει με τίποτα ότι παλαιότερα η πόλη ήταν άνδρο πειρατών που λυμαίνονταν όλες τις γύρω περιοχές, ξεκινώντας από το διπλανό Σαλέ που χωρίζεται με τη Ραμπάτ από ένα ποτάμι.
Αφήνοντας τη Ραμπάτ κατευθυνόμαστε στην ενδοχώρα με προορισμό τη Μεκνές, η οποία είναι χτισμένη σε ένα λόφο. Πρόκειται για μία από τις ιστορικότερες πόλεις του Μαρόκου με αξιοθέατα που κόβουν την ανάσα, όπως τα τείχη των 25 χιλιομέτρων και οι 20 πύλες της πόλης. Περιδιαβαίνοντας τα τείχη νομίζεις ότι ακούς τις ρυθμικές φωνές των χιλιάδων σκλάβων που χρησιμοποίησε ο Μουλάι Ισμαήλ για να τα χτίσει. Μετά την ιστορική πρωτεύουσα του Μαρόκου σειρά έχει η ιερή πόλη Φεζ που αποτελεί τη θρησκευτική και πολιτιστική πρωτεύουσα. Πρόκειται για την παλαιότερη από τις αυτοκρατορικές πόλεις του Μαρόκου, η οποία ιδρύθηκε αμέσως μετά την άφιξη των Αράβων στη Βόρεια Αφρική. Είναι γεμάτη από θαυμαστά κτήρια που αντανακλούν τη λάμψη της αραβοβερβερίνικης φαντασίας και τέχνης καθώς και την ψυχολογία των κατοίκων. Η Φεζ έχει τη μεγαλύτερη Μεντίνα (παλαιά πόλη εντός των τειχών) με χιλιάδες σουκς (στενά δρομάκια). Μέσα στη Μεντίνα βρίσκονται οι Μεντρέσες (παλιά μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία), το παλάτι Νταρ Μπάβα και τα μουσεία, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται και η καθημερινή ζωή του σήμερα. Είναι ένα τεράστιο παζάρι, όπου βλέπεις και μυρίζεις σχεδόν τα πάντα. Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε οδηγό- ξεναγό για να περιδιαβούμε τη λαβυρινθώδη Μεντίνα χωρίς να χαθούμε στα στενά της. Υπάρχουν φορές που τα γαϊδουράκια με τα διάφορα εμπορεύματα περνούν δίπλα σου και πρέπει να κολλήσεις στον τοίχο για να χωρέσουν να περάσουν. Μαγαζάκια 1x1 με τους πραματευτές καθισμένους ανακούρκουδα ανάμεσα σε τετζερέδια χάλκινα ή ό,τι άλλο πουλάνε. Στη Φεζ για τους γάμους, ακόμη και σήμερα, τα μεγάλα σκεύη μαγειρικής τα νοικιάζουν από το παζάρι. Την προσοχή μου τραβούν κάτι ξύλινες πόρτες με το σήμα της ανοικτής παλάμης. Ο ξεναγός μού εξηγεί ότι οι πόρτες είναι από σπίτια που κατοικούνται και το σήμα είναι για καλή τύχη και για να αποφεύγουν το κακό «μάτι». Οι άνθρωποι πιστεύουν πολύ στη βασκανία και γι’ αυτό τα εξωτερικά των σπιτιών δεν μαρτυρούν τίποτε από την εξωτερική πολυτέλεια (όσων βέβαια μπορούν να την αποκτήσουν). Πράγματι μπαίνοντας μέσα από μία τέτοια πόρτα βρεθήκαμε στον αύλιο χώρο ενός παλαιού κτηρίου που μας άφησε άφωνους. Κολώνες ντυμένες με μπλε και άσπρα ψηφιδωτά που γυαλίζουν στο φως του ήλιου, κρήνες σκαλισμένες από έμπειρους άραβες τεχνίτες, χρυσά τελειώματα κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να θυμίζει χίλιες και μια νύχτες. Στη Φεζ μπορείς να αγοράσεις -πάντα με παζάρι- όλα αυτά για τα οποία φημίζεται το Μαρόκο. Από ρεβύθια και τσάι, μέχρι μπαμπούς (τις παραδοσιακές πολύχρωμες παντόφλες), ασημικά, πετρώματα και πολύτιμους λίθους, χειροποίητα μαχαίρια και φυσικά δερμάτινα. Βεβαίως η μυρωδιά στα βυρσοδεψεία δεν αντέχεται, γι’ αυτό και λίγος δυόσμος κάτω από τη μύτη ενδείκνυται πριν από την είσοδό μας σε κάποια από αυτά. Στο μεταξύ η παρέα των πιτσιρικάδων που μας ακολουθεί για να μας πουλήσει κάτι αυξάνεται και πληθύνεται. Παιδιά από 5 ετών βγαίνουν στους δρόμους παίρνοντας από πίσω τους τουρίστες προσπαθώντας να τραβήξουν την προσοχή τους με ένα καθρεφτάκι ασημένιο, με πορτοφολάκια δερμάτινα κι ό,τι άλλο διαθέτει το «μικρομάγαζό τους». Ύστερα από σχεδόν μία ημέρα στα στενά της Μεντίνας διαπιστώνω ότι έχουν δίκαιο όσοι λένε πως αν δεν την δεις είναι σαν να μην έχεις δει το Μαρόκο.
Το βράδυ μας επιφυλάσσει μία έκπληξη, καθώς είμαστε καλεσμένοι σε έναν παραδοσιακό γάμο που τελικά θα μας μείνει αξέχαστος. Ένα μόνο θα σας πω, το οποίο θεωρώ ενδεικτικό όσων είδαμε. Τη νύφη την πηγαίνουν άντρες που παράγουν μουσική με μαχαίρια και ψαλίδια, ενώ εκείνη κάθεται σε ένα τεράστιο ταψί που κουβαλούν κάποιοι άλλοι τραγουδώντας.
Το άλλο πρωί ξεκινήσαμε για το νότο με προορισμό το Μαρακές, το μαργαριτάρι του νότου. Διασχίζοντας την ενδοχώρα περνάμε από βουνά και λίμνες (κι όμως το Μαρόκο δεν είναι μόνο θάλασσα κι έρημος), όπου έχουν τα χειμερινά εξοχικά τους οι πλούσιοι της χώρας. Εκεί μαζεύονται για σκι κι από τις βουνοκορφές του Ατλαντα ατενίζουν τον ωκεανό. Το Μαρόκο έχει φοβερές εναλλαγές τοπίου, κάτι το οποίο μου κάνει εντύπωση περισσότερο γιατί δεν το είχα ακούσει ποτέ. Καθώς πλησιάζουμε στο Μαρακές, την τουριστική πρωτεύουσα, το τοπίο γίνεται πιο αδρό και τη θέση της πρασινάδας παίρνουν οι φοίνικες. Κάπου στο βάθος διακρίνονται μερικές καμήλες, ενώ εγώ αισθάνομαι κιόλας στο πρόσωπό μου το ζεστό άνεμο της ερήμου. Έχω κλείσει τα μάτια και φτιάχνω ιστορίες με το μυαλό μου, κι όταν τα ανοίγω αντικρίζω μπροστά μου την ξακουστή κόκκινη πόλη, το Μαρακές.
Ένας μύθος λέει ότι μόλις τελείωσε ο μιναρές η πόλη βάφτηκε ολόκληρη κόκκινη. Σήμερα όλα τα κτήρια και τα τείχη έχουν ροζ-κόκκινο χρώμα, για να θυμίζουν το μύθο. Αν εγώ της έδινα κάποιο ψευδώνυμο θα ήταν το μικρό Παρίσι, λόγω των λεωφόρων και των πολυάριθμων κήπων που στολίζουν την πόλη. Φοβάμαι οτι το Μαρακές δεν μπορούν να το περιγράψουν λόγια ούτε εικόνες φωτογραφικών μηχανών. Είναι απαράμιλλα εξωτικό. Σε συνεπαίρνει σε έναν παραμυθένιο κόσμο που έχεις διαβάσει ίσως σε κάποιες σελίδες βιβλίων, όπως ο Αλχημιστής. Το αξιοθέατο που κυριολεκτικά ξεχωρίζει -αφού είναι και το ψηλότερο της πόλης- είναι ο μιναρές Κοτούμπια. Εικόνες από πίνακα ζωγραγικής αντικρίζεις στα παλάτια των Μπαχία και τους τάφους του Σααντί, ενώ οι κήποι Μενάρα και Ιβ Σεν Λοράν έχουν λουλούδια, δέντρα και κάκτους από όλον τον κόσμο. Το Μαρακές είναι μία επίπεδη πόλη που χαίρεσαι να την περπατάς, θαυμάζοντας τα συγκροτήματα ξενοδοχείων, τα τουριστικά καταστήματα, τα πολιτιστικά και άλλα κτήρια όλα χτισμένα σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
Το βράδυ ετοιμάζομαι για μία πρώτη γνωριμία με την πιο διάσημη πλατεία των ταξιδευτών, τη Τζεμάα Ελ Φνα. Ανάμεσα στους καπνούς από την τσίκνα του ψημένου κρέατος ξεπροβάλλει ένας άλλος κόσμος. Γητευτές φιδιών, παραμυθάδες που γύρισαν από μέρη μακρινά, πλανόδιοι καλλιτέχνες, ερασιτέχνες παλαιστές, οδοντίατροι του δρόμου και πωλητές, παντού πωλητές που πωλούν τα πάντα. Μέχρι και μεταχειρισμένες μασέλες! Όλες αυτές οι εικόνες και οι μυρωδιές μού άνοιξαν την όρεξη. Επόμενος σταθμός ένα παραδοσιακό εστιατόριο με μαροκινές λιχουδιές. Αφού πλύναμε με ιεροτελεστία τα χέρια μας, το τραπέζι άρχισε να γεμίζει με πιάτα που έμοιαζαν και μύριζαν περισσότερο από νόστιμα. Παραδοσιακό πιάτο το τανζίμ που μαγειρεύεται σε ειδικό σκεύος με ντόπια μυρωδικά και για το τέλος αραβικά γλυκά. Κόλαση!
Την άλλη μέρα περπατώντας στην πόλη, τα βήματά μου με οδήγησαν στο La Mamounia. Ένα από τα διασημότερα ξενοδοχεία του κόσμου που κατά καιρούς έχει φιλοξενήσει πολιτικές, ιστορικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες. Μετά τα συντριβάνια της εισόδου, περνάς από το πολυτελέστατο λόμπι και βγαίνεις στην πισίνα που βρίσκεται δίπλα από ένα άλσος. Δεν είδα κάποιο δωμάτιο γιατί ήταν όλα κλεισμένα, αλλά μου είναι πολύ εύκολο να το φανταστώ.
Στην επιστροφή τα πόδια μου δεν με κρατούσαν και προτίμησα να γυρίσω στο ξενοδοχείο με κάποιο από τα αμαξάκια που χρησιμεύουν ως ταξί ή για να κάνεις το γύρο της πόλης. Ετσι το μεσημέρι προσπάθησα να αποκτήσω ένα τροπικό μαύρισμα -για να έχω κάτι να δείχνω το Μάιο στην Ελλάδα- σε κάποια από τις ξαπλώστρες της πισίνας του ξενοδοχείου παρέα με ένα φρουτώδες πολύχρωμο κοκτείλ. Έπρεπε να κρατήσω δυνάμεις γιατί η νυχτερινή διασκέδαση στο Μαρακές φτάνει έως τις πρωινές ώρες.
Την επομένη θα ξυπνούσα νωρίς (το νωρίς των διακοπών) για μία ημερήσια εκδρομή στην κοιλάδα της Ουρίκα. Ανάμεσα στις σομόν πλαγιές ξεπροβάλλουν καταρράκτες με γάργαρα νερά, ενώ αν προσέξεις περισσότερο αντιλαμβάνεσαι ότι στις πλαγιές υπάρχουν δεκάδες σπίτια, οι κάσμπες, που απλώς δεν φαίνονται γιατί είναι στο ίδιο χρώμα. Σταματήσαμε σε ένα μικρό χωριό όπου μας υποδέχτηκαν φιλικότατα οι κάτοικοί του. Περάσαμε από ένα σπίτι βερβερίνων για να μας φιλέψουν ό,τι είχαν και να μας μάθουν την παρασκευή του περίφημου τσαγιού τους. Η ώρα όμως περνούσε γρήγορα και οι υπόλοιποι της παρέας βιάζονταν να επιστρέψουν στο Μαρακές για τα τελευταία ψώνια και βόλτες. Η επιλογή και το παζάρεμα ενός χαλιού μπορεί να ξεπεράσει τη μία ώρα. Αντίθετα τα σχέδια της χένας γίνονται μέσα σε 5 λεπτά, όσο περίπλοκα κι αν φαντάζουν στον ξένο επισκέπτη.
Για το βράδυ είχαμε κανονίσει κάτι ...μαγικό. Στις αρχές της ερήμου έχει στηθεί ένα σκηνικό παραμυθιού. Φτάνοντας εκεί μας υποδέχονται με παραδοσιακές στολές και μας οδηγούν στη δική μας τέντα. Μας σερβίρουν τοπικά εδέσματα κι αφού έχουμε γείρει στα αφράτα μαξιλάρια απολαμβάνουμε το μουσικοχορευτικό πέρασμα των διάφορων φυλών που κατοίκησαν ανά τους αιώνες τη χώρα. Στη συνέχεια παρακολουθούμε αγώνες εφίππων και ιπποδρομίες με καθαρόαιμα αραβικά άτια σαν αυτά που ίππευαν οι σεΐχηδες της Ανατολής. Οι δάδες τρεμοσβήνουν και οι χορεύτριες της κοιλιάς λικνίζονται στους ήχους της ερήμου. Ξάφνου κάτω από το φως του φεγγαριού σαν όραμα εμφανίζεται ένα ιπτάμενο χαλί με τον αφέντη του που έρχεται από μακριά. Κι ενώ ο καθένας θα λαχταρούσε μία βόλτα στον έναστρο ουρανό το χαλί απομακρύνεται, τα φώτα ανάβουν κι εμείς επιστρέφουμε στην πραγματικότητα.
Το Μαρακές δεν το χορταίνεις όσο κι αν μείνεις. Αλλά εμείς έπρεπε ήδη να φύγουμε για μία τελευταία ημέρα και νύχτα στην Καζαμπλάνκα. Κι επειδή μου είχε μείνει απωθημένο απ’ την αρχή τώρα σκόπευα να ξενυχτήσω για τα καλά. Ύστερα από καφέ, εστιατόρια και μπαράκια καταλήξαμε στο Casablanca, ένα πιάνο μπαρ που είναι διακοσμημένο με αφίσες και σκηνικά από την ομώνυμη ταινία (η οποία βέβαια δεν γυρίστηκε εδώ). Ο πιανίστας είναι λίγο «φευγάτος» και η τραγουδίστρια θα μπορούσε να κάνει μάγια με τη φωνή της. Έχω μισοξαπλώσει σε ένα γωνιακό καναπέ αποφεύγοντας να σκέφτομαι την επιστροφή. Η ώρα είναι πολύ περασμένη κι όταν το πρόγραμμα τελειώνει αποφασίζουμε να φύγουμε. Όμως εγώ έχω μείνει στη γωνιά μου και σιγοψιθυρίζω. «Play it again Sam».
Κείμενο: Πέπη Γρηγοριάδου

Tags: