Του Παντελη Kαψη* Η βία εισέβαλε απότομα και με αποκρουστικό είναι αλήθεια τρόπο στο σαλόνι μας διά της τηλεοράσεως. Ηταν γνωστό σε όλους ωστόσο ότι ήταν ανάμεσά μας εδώ και πολλά χρόνια. Ο Κασιδιάρης ήταν το κερασάκι. Συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις τα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» να καταδικάζουν τις φασιστικές επιθέσεις και με τη δημοκρατική μας συνείδηση ήσυχη να παραπέμπουμε το περιστατικό στις μέσα σελίδες των εφημερίδων. Οχι αυτή τη φορά.Από την πρώτη στιγμή οι περισσότεροι σχολιαστές επισήμαναν την ανοχή που έχει δείξει ένα μέρος του πολιτικού κόσμου ιδίως της Αριστεράς στη βία των λογής λογής «αγανακτισμένων». Επισήμαναν ακόμα τη διόλου αμελητέα κοινωνική αποδοχή των φαινομένων προπηλακισμού πολιτικών, αλλά και την όλο και πιο ανοιχτή -ιδίως στο Διαδίκτυο- υιοθέτηση της βίας ως μέσο λύσης των πολιτικών μας προβλημάτων.Ακόμα και κοινοβουλευτικά κόμματα δεν δυσκολεύονται καθόλου να μιλήσουν για κατοχικές κυβερνήσεις, για προδότες, και γερμανοτσολιάδες, για υποτακτικούς της τρόικας, των μονοπωλίων και της Μέρκελ. Και φυσικά να ζητήσουν αναλόγως την τιμωρία τους. Το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ακούστηκε μέσα στη Βουλή!Ακρότητες τις οποίες δεν αξίζει να παίρνουμε στα σοβαρά; Δυστυχώς όχι. Τα τελευταία χρόνια είναι σαφές ότι ορισμένες πολιτικές δυνάμεις έχουν υιοθετήσει απόλυτα συνειδητά μια στρατηγική της βίας, προκειμένου να απαξιώσουν τα «αστικά» πολιτικά κόμματα και να απονομιμοποιήσουν την πολιτική τους.Ο κ. Τσίπρας το παραδέχθηκε περίπου ανοιχτά βάζοντας την απαρχή του αντιμνημονιακού κινήματος στην... Κερατέα. Αλλά βέβαια τα πράγματα είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από το 2008 με αφορμή τον φόνο του άτυχου Γρηγορόπουλου. Από τότε μάλιστα είχαν εκδηλωθεί οι πρώτες σοβαρές διαφωνίες στο εσωτερικό του Συνασπισμού -που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία της ΔΗΜΑΡ- καθώς τα στελέχη της ανανεωτικής Αριστεράς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στην άσκηση της πολιτικής με μολότοφ. «Αν μπορούν να καίνε το Σιατλ για δύο ημέρες (σ.σ. είχε γίνει η συνάντηση της G8) γιατί δεν μπορούμε εμείς να κάψουμε την Αθήνα για δέκα», είχαν υποστηρίξει τότε ορισμένοι ακτιβιστές.Στην επιτυχία αυτής της στρατηγικής και στη δημιουργία της εντύπωσης ότι επικρατούν συνθήκες γενικευμένης ανομίας συνέβαλε βέβαια καθοριστικά και η απόλυτη αδυναμία της ηγεσίας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης τόσο το 2008 επί Νέας Δημοκρατίας όσο και το 2010 επί ΠΑΣΟΚ να αντιδράσουν αποτελεσματικά και να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον. Μέσα στη λογική του αναγκαίου κατευνασμού αφέθηκαν ανενόχλητες συντεταγμένες ομάδες να επιβάλουν τον δικό τους νόμο. Ορισμένοι δε το θεώρησαν και επιτυχία!Δεν είναι εύκολο να αποτιμήσει κανείς τις συνέπειες αυτών των φαινομένων. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός ωστόσο για να καταλάβει ότι τέτοιου είδους συνθήκες αποτελούν το προσφορότερο έδαφος για την ενίσχυση ακραίων πολιτικών αντιλήψεων, την αποδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού και τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Ο στοχευμένος προπηλακισμός δημοσίων προσώπων μάλιστα ενδεχομένως να συνέβαλε καθοριστικά στην κατάρρευση του δικομματισμού, καθώς το ΠΑΣΟΚ κυρίως βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία να υπερασπιστεί την πολιτική του ιδίως στις γειτονιές της Αθήνας.Ολα αυτά βέβαια δεν θα μπορούσαν να συμβούν αν δεν υπήρχε ένα ισχυρό υπόστρωμα δυσαρέσκειας από την πλευρά των ψηφοφόρων. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήταν νομοτελειακό να συμβεί. Χρειάστηκε σωρεία λαθών των κομμάτων εξουσίας που μαζί με τα σκάνδαλα, αλλά και τον ανελέητο λαϊκισμό που επικρατεί στον δημόσιο διάλογο οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο και στην ανάγκη νέων εκλογών.Εστω και την ύστατη ώρα βέβαια, οι δυνάμεις που στηρίζουν την ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας, φαίνεται να συσπειρώνονται και υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα μπορέσουν να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας. Θα βρεθεί και αυτή, ωστόσο, αντιμέτωπη με τη στρατηγική της βίας και την προσπάθεια να ακυρωθούν στην πράξη όλες εκείνες οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να ξεπεράσουμε την κρίση.Θα έχει την απαραίτητη αποφασιστικότητα για να αντιμετωπίσει την πρόκληση; Θα έχουν οι υπουργοί της την αντοχή για τον καθημερινό πόλεμο φθοράς που θα αντιμετωπίσουν; Θα έχει την πολιτική στήριξη σε βάθος τουλάχιστον μιας διετίας ώς ότου δηλαδή ξεφύγουμε από την ύφεση και επιστρέψουμε στην ανάπτυξη; Με δυο λόγια η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να κυβερνήσει; Θα έχει το απαραίτητο ένστικτο επιβίωσης ή θα αποτελέσει μια τελευταία αναλαμπή πριν επέλθει το μοιραίο;Αυτό τελικά μαζί φυσικά με την πολιτική για την οικονομία μπορεί να αποδειχθεί ο πιο σημαντικός παράγοντας το αν θα μπορέσουμε να παραμείνουμε στη Ζώνη του Ευρώ ή όχι.* Ο κ. Παντελής Καψής είναι δημοσιογράφος, πρώην υπουργός.